παραγγελιοδότης

παραγγελιοδότης
ο, θηλ. παραγγελιοδότρια
(νομ.) άτομο που δίνει σε άλλον, στον παραγγελιοδόχο, εντολή να διενεργήσει εμπορικές πράξεις στο όνομα τού δεύτερου αλλά για λογαριασμό τού πρώτου έναντι αντιπαροχής, αλλ. παραγγελέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγγελία + δότης (< δίδωμι). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραγγελιοδότης — ο η, πληθ. ες, ών, αυτός που δίνει την εντολή, την παραγγελία, συνήθ. εμπορική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγγελέας — ο / παραγγελεύς, ΝΑ νεοελλ. ο παραγγελιοδότης αρχ. μηνυτής, κατήγορος, ενάγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αγγελεύς (< ἄγγελος), πρβλ. εισ αγγελεύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”